- τετρακαιδεκαετής
- τετρα-και-δεκα-ετής, ές, u. τετρα-και-δεκα-έτης, ὁ, vierzehnjährig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετρακαιδεκαέτης — of fourteen years fem acc pl (attic epic doric) τετρακαιδεκαέτης of fourteen years fem nom/voc pl (doric aeolic) τετρακαιδεκαέτης of fourteen years fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακαιδεκαέτης — άετες και δ. γρφ. αρσ. τετρακαιδεκέτης, θηλ. τετρακαιδεκέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια δεκατεσσάρων ετών 2. αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών («ἀδελφὴν... κόρην τετρακαιδεκέτιν... κατέθαψα», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + καί + δέκα… … Dictionary of Greek
τετρακαιδεκέτιν — τετρακαιδεκαέτης of fourteen years fem acc sg τετρακαιδεκέτις of fourteen years fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
τετρακαιδεκέτης — ὁ, Α βλ. τετρακαιδεκαέτης … Dictionary of Greek
τετρακαιδεκέτις — ιδος, ἡ, Α βλ. τετρακαιδεκαέτης … Dictionary of Greek